Κλαρκ, Γουίλιαμ Τζορτζ — (William George Clark, Γιορκσάιρ 1821 – Γιορκ 1878). Άγγλος λόγιος. Σπούδασε στο Trinity College του Κέιμπριτζ, στο οποίο στη συνέχεια δίδαξε έως το 1873. Ταξίδεψε πολύ και έγραψε τις εντυπώσεις του για την Ισπανία, την Ελλάδα, την Πολωνία και… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Μίκελσον Άλμπερτ — (Albert Michelson, Στρέτσλνο, Πολωνία 1852 – 1931). Πολωνοαμερικανός φυσικός. Το 1855 η οικογένειά του μετακόμισε στις ΗΠΑ. Αποφοίτησε από τη Ναυτική Ακαδημία των ΗΠΑ το 1873, στην οποία δίδαξε στη συνέχεια επιστήμες για 4 χρόνια. Αργότερα,… … Dictionary of Greek
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
Κιούμπρικ, Στάνλεϊ — (Stanley Kubrick, Νέα Υόρκη 1928 – Χερτφορντσάιρ, Αγγλία 2000).Αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Άρχισε να εργάζεται από 17 ετών ως επαγγελματίας φωτογράφος στο περιοδικό Look, συνέχισε ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ (1950)… … Dictionary of Greek